κάμπτρον

κάμπτρον
κάμπτρον, τὸ (Α)
(γλώσσ.)
1. το σημείο τής στροφής στον ιππόδρομο, νύσσα, καμπτήρ
2. κάμπτρα*, κάμψα*, θήκη, σάκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμπτω. Με τη σημασία «θήκη», άλλος τ. τού κάμπτρα*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κάπτρον — κάπτρον, τὸ (Α) το κάμπτρον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. κάμπτρον] …   Dictionary of Greek

  • κάμπτρα — κάμπτρα, ἡ (Α) επιγρ. κάμψα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού κάμψα*, πιθ. κατά παρετυμολογική σύνδεση με λ. όπως κάμπτω, κάμπτρον, καμπτήρ κ.λπ.] …   Dictionary of Greek

  • κάμπτω — (AM κάμπτω) 1. (μτβ.) λυγίζω, κυρτώνω κάτι, καθιστώ κυρτό κάτι που ήταν ευθύ, καμπυλώνω 2. μέσ. κάμπτομαι λυγίζομαι, κυρτώνομαι, λυγίζω το σώμα μου, σκύβω, καμπουριάζω 3. (μτβ. και αμτβ.) βαδίζοντας ή πλέοντας παρακάμπτω κάποιο σημείο, στρέφομαι …   Dictionary of Greek

  • κάμπτρα — κάμπτρᾱ , κάμπτρα case fem nom/voc/acc dual κάμπτρᾱ , κάμπτρα case fem nom/voc sg (attic doric aeolic) κάμπτρον turningpoint neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”